ΤΟ ΙΕΡΟ KAI TA ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ
*αυτοτελή απασπάσματα από το βιβλίο της Αρχαιολόγου Καλλιόπης Παπαγγελή «ΕΛΕΥΣΙΣ»
Η περιήγηση του σύγχρονου επισκέπτη στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας αρχίζει από το ίδιο ακριβώς σημείο που ξεκινούσε και το προσκύνημα του μύστη στην αρχαιότητα. Δηλαδή, από την πλατεία όπου απέληγαν όλες οι οδοί πρόσβασης στο Ιερό. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο στο χώρο αυτό κατασκευάστηκε μια πλακόστρωτη αυλή, που την περιέβαλλαν στοές και αψίδες. Στο Β.Α. άκρο αυτής της πλατείας κατέληγε η Ιερά Οδός, την οποία ακολουθούσε η πομπή που συνόδευε τα Ιερά από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Δίπλα στην απόληξη της Ιεράς Οδού σώζεται η θεμελίωση μιας αψιδωτής κατασκευής, που οι μελετητές υποθέτουν ότι χρησίμευε είτε ως βάση συντάγματος αγαλμάτων είτε ώς εξέδρα απ’ όπου οι επίσημοι και το ιερατείο της Ελευσίνας υποδέχονταν την πομπή.
Η πλατεία ήταν στρωμένη με μεγάλες ορθογώνιες πώρινες πλάκες, και τα κτίρια που την πλαισίωναν, αποτελούσαν μια διαμόρφωση που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε τον 2ο αι. μ.Χ., από τους φιλέλληνες Ρωμαίους αυτοκράτορες της δυναστείας των Αντωνίνων, τον Αδριανό, τον Αντωνίνο τον Ευσεβή και τον Μάρκο Αυρήλιο. Η όλη σύλληψη, που είναι κατά κάποιο τρόπο μια τροποποίηση της ιδέας του ρωμαϊκού Forum, αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός χώρου συγκέντρωσης και οργάνωσης του πλήθους των μυστών που έφταναν από την Αθήνα για τον εορτασμό των Μυστηρίων. Στην ανατολική πλευρά της αυλής υψωνόταν μια κρήνη, ένα πολυτελές οικοδόμημα κορινθιακού ρυθμού, με οκτώ κρουνούς, που τους τροφοδοτούσε μια μεγάλη δεξαμενή, επιχρισμένη με κονίαμα. Με τα νερά της δρόσιζε τους κουρασμένους οδοιπόρους, ενώ συγχρόνως με τον πολυτελή κορινθιακό της διάκοσμο συμπλήρωνε τη λαμπρότητα της πρόσβασης στο Ιερό.
Στη ΝΑ και τη ΝΔ γωνία της πλατείας είχαν ανιδρυθεί δύο θριαμβικά τόξα, η αρχιτεκτονική μελέτη των οποίων ήταν ευχερής λόγω του μεγάλου αριθμού των σωζόμενων στοιχείων της ανωδομής τους. Η μελέτη τους έδειξε ότι αποτελούν πιστά αντίγραφα της Πύλης του Αδριανού στην Αθήνα, κοντά στο Ολυμπιείον. Αφιερωματικές επιγραφές χαραγμένες και στις δύο όψεις του επιστύλιου των τόξων τους δήλωναν ότι τις δύο αψίδες της Ελευσίνας τις είχαν αφιερώσει TOIN ΘΕΟΙΝ ΚΑΙ ΤΩ ΑΥΤΟKPATOPI 0Ι ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ.
Οι θεότητες που αναφέρονται στην επιγραφή σε δυϊκό αριθμό είναι αναμφίβολα η Δήμητρα και η Κόρη, ενώ οι αναθέτες είναι τα μέλη της Πανελλήνιας συνομοσπονδίας που ιδρύθηκε το 131 π.Χ., υπό την αιγίδα του Αδριανού, ο οποίος είναι πιθανότατα ο τιμώμενος αυτοκράτορας. Τα σωζόμενα μέλη των αψίδων (κορινθιακά κιονόκρανα, ακρωτήρια με φύλλα άκανθας και τα κορυφαία αετώματα με τα διάκοσμα γείσα) έχουν συναρμολογηθεί ενδεικτικά, δίπλα στην αρχική θέση των τόξων, για να διευκολύνεται η πληρέστερη κατανόηση των μνημείων. Μάλιστα ο Ιωάν. Τραυλός είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια αναστήλωσης της ΝΑ αψίδας. Από αυτή την αψίδα ξεκινούσε μια αρχαία οδός, η οποία, ακολουθώντας αρχικά πορεία παράλληλη προς το ανατολικό σκέλος του περιβόλου, κατευθυνόταν στη συνέχεια προς τη θάλασσα και κατέληγε στο αρχαίο λιμάνι. Η αρχαία αυτή οδός πλαισιωνόταν από πανδοχεία, ταβέρνες και συγκροτήματα λουτρών που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του πλήθους των προσκυνητών που συνέρρεαν στο Ιερό.
Στο κέντρο της πλακόστρωτης αυλής σώζεται η κρηπίδα ενός δωρικού αμφιπρόστυλου ναού, ρωμαϊκών χρόνων. Ο περιηγητής Παυσανίας, που επισκέφθηκε την Ελευσίνα το 160 μ.Χ., μας πληροφορεί ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα Πατέρα και την Αρτέμιδα Προπύλαια. Δυστυχώς, ο περιηγητής δεν μας δίνει πληροφορίες για τα εντός του ιερού περιβόλου μνημεία, γιατί, όπως γράφει, ένα όνειρο του το απαγόρευσε, αφού οι αμύητοι δεν επιτρέπεται να πληροφορούνται για όσα εμποδίζονται να βλέπουν: «τά δέ εντός του τείχους του Ιερού το τε όνειρον απείπε γράφειν, καί τοις ου τελεσθείσιν, οπόσων θέας είργονται, δήλα δήπου μηδέ πυθέσθαι μετείναι».
Μπροστά στον ρωμαϊκό ναό σώζονται τα λείψανα δύο βωμών, αφιερωμένων στις δύο θεότητες που συλλατρεύονταν σ’ αυτόν. Υπολείμματα ενός βάθρου στα βόρεια, πιθανότατα στήριζαν το άγαλμα ενός θεού, ίσως του Ποσειδώνα.
Στα ΒΔ της κρηπίδας του ναού υπάρχει η πιο ιδιότυπη κατασκευή της αυλής, η «Εσχάρα». Πρόκειται για έναν υπόγειο, ορθογώνιο βωμό που περιβάλλεται από ένα χαμηλό πωρολιθικό στηθαίο. Τα τοιχώματα του υπόγειου βωμού είναι κατασκευασμένα με οπτοπλίνθους και τα διαπερνούν κατακόρυφοι αεραγωγοί, για την τροφοδοσία με αέρα της φωτιάς που άναβε στο δάπεδο του. Στη μέση περίπου του ύψους των τοιχωμάτων δημιουργείται μια στενή προεξοχή, όπου στηριζόταν μια μεταλλική εσχάρα, που δεν σώζεται σήμερα. Πάνω σ’ αυτήν γίνονταν ολοκαυτώματα τα σφάγια των θυσιών.
Σε επίπεδο βαθύτερο από τη θεμελίωση της ρωμαϊκής Εσχάρας, η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως αρχαιότερα λείψανα. Δηλαδή, έναν αρχαϊκό τοίχο, χτισμένο με το χαρακτηριστικό για τον 6ο αι. π.Χ. πολυγωνικό σύστημα, καθώς και τμήμα ενός αψιδωτού κτίσματος του 8ου αι. π.Χ.
Τη νότια πλευρά της αυλής την έκλεινε το επιβλητικό κτίριο των Μεγάλων Προπυλαίων, που αποτελούσε τη μνημειώδη είσοδο στο Ιερό. Τα Μεγάλα Προπύλαια οικοδομήθηκαν τον 2ο αι. μ.Χ. πάνω στη θέση ενός αρχαιότερου Πυλώνα του περιβόλου. Ο αρχιτέκτονας του ρωμαϊκού αυτού κτιρίου είχε ως πρότυπο κατά το σχεδιασμό τα κλασικά Προπύλαια της Ακροπόλεως των Αθηνών. Όμως από το σχέδιο του Μνησικλή επαναλαμβάνεται μόνο το κεντρικό οικοδόμημα και παραλείπονται οι δύο πλευρικές πτέρυγες. Επίσης στην Ελευσίνα δεν υπάρχει διαφορά επιπέδου μεταξύ των δύο όψεων του κτίσματος, αλλά εδράζεται ολόκληρο σε ενιαία επίπεδη κρηπίδα, με έξι αναβαθμούς στα βόρεια. Κατά τα λοιπά όμως η αντιγραφή είναι πιστή και φτάνει μέχρι τη μίμηση των επιμέρους αρχιτεκτονικών λεπτομερειών. Ωστόσο, παρότι οι κίονες, οι βάσεις τους, τα κιονόκρανα, τα φατνώματα της οροφής και τα λοιπά μέρη της ανωδομής είναι του ίδιου ακριβώς τύπου με τα αθηναϊκά, η κατεργασία του μαρμάρου και η λιθοξοϊκή δεινότητα είναι σαφώς κατώτερες από ό,τι στο κλασικό τους πρότυπο.
Τα Μεγάλα Προπύλαια απαρτίζονταν από δύο στοές, μία εξωτερική, προς την πλευρά της αυλής, και μία εσωτερική, προς την πλευρά του Ιερού. Καθεμιά από τις στοές είχε μια πρόσταση από έξι δωρικούς κίονες, απ’ τους οποίους μόνο του γωνιαίου ΝΔ σώζονται οι κατώτεροι σφόνδυλοι στην αρχική τους θέση. Δύο άλλοι κίονες έχουν εν μέρει ανασυντεθεί και κείτονται κατά μήκος της περίφραξης του αρχαιολογικού χώρου, δεξιά της εισόδου.
Μεταξύ των δύο δωρικών στοών των Προπυλαίων υπήρχε τοίχος με πέντε θύρες, από τις οποίες σώζονται σήμερα μόνο τα κατώφλια. Η κεντρική θύρα ήταν, ως η κυρία είσοδος, ευρύτερη από τις άλλες, αλλά το κατώφλι της ακραίας ανατολικής, πολύ φθαρμένο, μαρτυρεί συχνότερη χρήση. Ο τοίχος με τα θυραία ανοίγματα χώριζε το κτίριο σε δύο άνισα μέρη, από τα οποία το βόρειο, προς την αυλή, είχε πολύ μεγαλύτερο μήκος από το νότιο, εσωτερικό. Για να στηρίζεται η στέγη αυτού του μεγαλύτερου βόρειου χώρου υπήρχε στον διαμήκη άξονα του μια εσωτερική στοά από έξι κομψούς ιωνικούς κίονες. Οι σύνθετες βάσεις των κιόνων, σύμφυτες καθώς ήταν με τις πλάκες του δαπέδου, σώθηκαν από τη διαρπαγή οικοδομικών υλικών και βρίσκονται κατά χώρα. Πάνω τους τοποθετήθηκαν ενδεικτικά σφόνδυλοι και κιονόκρανα. Στα δυτικά των Μεγάλων Προπυλαίων, πάνω στην πλακόστρωση της αυλής, έχουν αναδιαταχθεί αρχιτεκτονικά μέλη από την ανωδομή του κτιρίου, δηλαδή τρίγλυφοι και μετόπες καθώς και το αέτωμα της βόρειας όψης. Στο κέντρο του τύμπανου του αετώματος προβάλλει προτομή αυτοκράτορα μέσα σε ασπίδα (imago clipeata, εικών εν όπλω). Το πρόσωπο του αυτοκράτορα, πολύ αποκρουσμένο, εμπόδισε την εξαρχής ασφαλή ταύτιση του, τεκμήριο ουσιαστικό για την ακριβή χρονολόγηση του κτιρίου, αφού προφανώς αυτός ήταν ο χρηματοδότης-χορηγός για την ανέγερση του προπύλου. Η επικρατέστερη άποψη, όπως τεκμηριώθηκε από τον Deubner και βρήκε έκτοτε γενικότερη αποδοχή, είναι ότι εικονίζεται ο Μάρκος Αυρήλιος. Το συμπέρασμα στηρίχτηκε στον ανάγλυφο πάνω στο πτερύγιο του θώρακα γίγαντα, ο οποίος συμβολίζει τους βάρβαρους Μαρκομάνους που κατατρόπωσε ο αυτοκράτορας το 172 μ.Χ. Πάνω στο γοργόνειο που κοσμεί το στήθος του θώρακα, οι χριστιανοί λάξευσαν αργότερα έναν μεγάλο άτεχνο σταυρό για να εξορκίσουν τα παγανιστικά πνεύματα, τα «παγανά». Χριστιανικοί σταυροί χαράχτηκαν και πάνω στις βαθμίδες της κρηπίδας αλλά και στην πλακόστρωση του δαπέδου των Μεγάλων Προπυλαίων, δίπλα σε άλλα χαράγματα που είτε ήταν grafiti χωρίς ιδιαίτερο νόημα είτε χρησίμευαν σαν επιδαπέδια παιχνίδια αρχοσχόλων.
Στα αριστερά των Προπυλαίων, δίπλα στη ΒΑ γωνία τους, αλλά σε πολύ βαθύτερο επίπεδο, 1,35 μ. περίπου κάτω από τη στάθμη της ρωμαϊκής αυλής, την προσοχή του επισκέπτη την ελκύει ένα από τα πιο σεβαστά ορόσημα του Ιερού. Πρόκειται για το πηγάδι όπου, σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο, ξαπόστασε η Δήμητρα όταν για πρώτη φορά έφτασε στην Ελευσίνα (στ. 98-100).
εζετο δ’ εγγύς οδοίο φίλον τετιημένη ήτορ
Παρθενίω φρέατι όθεν υδρεύοντο πολίται
εν σκιή, αυτάρ ύπερθε πεφύκει θάμνος ελαίης
Με λυπημένη την καρδιά, λοιπόν, η θεά κάθισε στο πηγάδι, κοντά στο δρόμο, που τό 'λεγαν «Παρθένιο», απ’ όπου έπαιρναν νερό οι κάτοικοι της Ελευσίνας, στη σκιά μιας ελιάς που φύτρωνε εκεί. Το όνομα του πηγαδιού ήταν εύγλωττο, αφού από τ' αρχαία χρόνια έως το πρόσφατο παρελθόν ήταν συνήθεια τα κορίτσια να είναι επιφορτισμένα με τη μεταφορά του νερού στο σπιτικό.
Το πηγάδι αποκαλύφθηκε το 1892 από τον Δ. Φίλιο, που αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ευρέθη φρέαρ πάνυ καλώς εκτισμένον, ού οι περί το στόμιον αυτού, ως περί κέντρον, ομόκεντροι κύκλοι ευθύς εξ αρχής διήγειραν εις τον νούν μου την έννοιαν τού Καλλιχόρου, ήτοι, κατά την ορθήν της λέξεως ερμηνείαν, τού φρέατος τού έχοντος καλούς χορούς, δηλαδή κύκλους, επίτηδες εκ των προτέρων περί το στόμιον περιγεγραμμένους, προς κανονικωτέραν τού κυκλικού των αρχαίων χορού ρύθμισιν».
Τους μελετητές τους δίχασε το ζήτημα αν τα ονόματα «Παρθένιο» και «Καλλίχορο» που αναφέρονται στον Ύμνο αφορούν το ίδιο πηγάδι ή δύο διαφορετικά φρέατα, μια διαμάχη που δεν θα μας απασχολήσει εδώ περισσότερο.
Το προστομιαίο του φρέατος είναι διμερές και απαρτίζεται από μεγάλους ελευσινιακούς λίθους που συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς, μολύβδινους συνδέσμους, σχηματίζοντας δύο ομόκεντρες βαθμίδες. Επίσης, τα εσωτερικά τοιχώματα του πηγαδιού είναι επενδυμένα με επιμελημένη λεσβιοπολυγωνική τοιχοποιία, χαρακτηριστική των αρχαϊκών χρόνων. Γύρω από το πηγάδι υπάρχει επίστρωση με πώρινες πλάκες. Επιπλέον, το πηγάδι περιβλήθηκε με έναν περίβολο που διέθετε τρεις εισόδους πρόσβασης. Λόγω της επικάλυψης του περιβόλου από κατασκευές ρωμαϊκών χρόνων, σήμερα είναι ορατό μόνο το ανατολικό τμήμα του. Οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν την κατασκευή του προστομιαίου του Καλλιχόρου στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ., δηλαδή στην εποχή του Πεισιστράτου, ενώ τον περίβολο του φρέατος τον χρονολογούν στον 4ο αι. π.Χ. Μία πρόσφατη μελέτη εντάσσει το σύνολο της κατασκευής στον 5ο αι. π.Χ.
Ανατολικά και δυτικά των Μεγάλων Προπυλαίων, μέσα στον περίβολο, εκτείνονται περιοχές με βοηθητικά κτίσματα, οικήματα ιερέων και κτίρια της διοίκησης του Ιερού. Σε μια επιγραφή λογοδοσίας των επιστατών του Ιερού αναφέρονται αναλυτικότερα η οικία της Ιέρειας, το επιστάσιον, το νεωκόριον, το οπτάνιον, η κρήνη, η οικία του δαδούχου, το εσχαρείον και η ιματιοθήκη. Η θέση καθενός από αυτά δεν έχει εντοπιστεί ακόμη με ακρίβεια. Στα δυτικά, κάτω από τις υπώρειες του λόφου, αναγνωρίστηκαν ο οίκος των Κηρύκων και το Πρυτανείον. Στα ανατολικά των Προπυλαίων, εκτός από τις συστάδες κτισμάτων που εξυπηρετούσαν τη διοίκηση του Ιερού και τη στέγαση του Ιερατείου, υπάρχει επίσης μια δεξαμενή ρωμαϊκών χρόνων και σιροί.
Η δεξαμενή που βρίσκεται δίπλα στη ΝΑ γωνία των Προπυλαίων είναι μεγάλων διαστάσεων και διαθέτει υπόγειους καμαροσκεπτείς χώρους, επιχρισμένους με υδατοστεγές κονίαμα (κουρασάνι). Στους χώρους αυτούς οδηγεί μια στενή κλίμακα καθόδου με λίθινες βαθμίδες. Το ανώτερο διαμέρισμα της δεξαμενής, όπου και η είσοδος της, σώζει ίχνη ορθομαρμάρωσης. Στα νότια της δεξαμενής εκτείνεται ένα εξαιρετικά επίμηκες κτίσμα (διαστάσεων περίπου 60 Χ 6 μ.) που χρησίμευε ως σιρός, για την αποθήκευση δηλαδή των σιτηρών που προσέφεραν διάφορες πόλεις στο Ιερό της Ελευσίνας, ως «απαρχές». Το επίμηκες κτίσμα χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά πίσω από τη νότια στενή πλευρά του σώζεται και ο υπόγειος, υπόστυλος χώρος των σιρών της εποχής του Περικλή. Επίσης, στα δυτικά των Μικρών Προπυλαίων διακρίνεται ένας τοίχος εξαίρετης τοιχοδομίας από τεφροκύανες ελευσινιακές λιθόπλινθους, που ανήκει σε σιρό του 6ου αι. π.Χ., δηλαδή της εποχής του Πεισιστράτου. Ο ορθογώνιος αυτός αρχαϊκός σιρός συνεχίζεται προς τα δυτικά, κάτω από το κατασκευασμένο με ετερόκλητα οικοδομικά υλικά αμυντικό τείχος του 3ου αι. μ.Χ.
Συνεχίζοντας την πορεία του ο επισκέπτης περνά από τα Μικρά Προπύλαια, ένα κομψό κτίσμα του 1ου αι. π.Χ. που οικοδομήθηκε στη θέση όπου παλαιότερα υπήρχε ο βόρειος πυλώνας του Πεισιστράτειου Περιβόλου. Σύμφωνα με τη λατινική επιγραφή που είναι χαραγμένη στο επιστύλιό τους, τα Προπύλαια τα αφιέρωσε στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη ο Claudius Appius Pulcher. Πρόκειται για γνωστό ιστορικό πρόσωπο που έζησε τον 1ο αι. π.Χ. και κατέλαβε διάφορα αξιώματα και τίτλους (πραίτωρ, πρόξενος, imperator, κυβερνήτης της Κιλικίας). Τέλος, ο Πομπήιος τον κατέστησε διοικητή της Ελλάδας (ανθύπατο Αχαΐας). Υπήρξε φίλος του Κικέρωνα, και μάλιστα ο μεγάλος Ρωμαίος ρήτορας σε μια επιστολή του προς τον Αττικό αναφέρεται στην ανέγερση των Προπυλαίων, που έγινε μέσα στο πλαίσιο της φροντίδας του ανθυπάτου για τα ελληνικά Ιερά. Ο Claudius Appius Pulcher πέθανε αιφνίδια στην Εύβοια το 48 π.Χ. και τα Προπύλαια αποπερατώθηκαν από τους δύο ανιψιούς του.
Το κτίριο αποτελείται από δύο προστώα, ένα εσωτερικό, προς την πλευρά του Τελεστηρίου, και ένα εξωτερικό, προς τα βόρεια. Τα δύο μέρη χωρίζονταν μεταξύ τους με έναν εγκάρσιο τοίχο, με ένα ευρύ θυραίο άνοιγμα στο μέσον του, για την επικοινωνία του Ιερού με τον έξω χώρο. Μια δίφυλλη θύρα, τοποθετημένη στο άνοιγμα αυτό, άνοιγε προς το εσωτερικό, όπως φαίνεται από τα δύο ημικυκλικά αυλάκια που είναι χαραγμένα στην πλακόστρωση του δαπέδου. Δύο άλλες αυλακώσεις, ευθείες και παράλληλες μεταξύ τους, σε απόσταση 1,40 μ. η μία από την άλλη, είναι λαξευμένες στο κατώφλι και στην πλακόστρωση του κτιρίου. Η ερμηνεία των αυλακώσεων αυτών έχει προκαλέσει σειρά συζητήσεων, καθώς άλλοι μελετητές υποστήριξαν ότι πρόκειται για τροχιές αμαξών και άλλοι, που βρήκαν αδιανόητο να εισέρχονται αμάξια στο χώρο του Ιερού, θεώρησαν ότι χρησίμευαν για τη διέλευση των ομβρίων υδάτων που κατηφόριζαν από την πλαγιά του λόφου.
Την κεντρική πύλη των Μικρών Προπυλαίων την επέστεφε αέτωμα που στηριζόταν στο εξωτερικό προστώο αφενός από τις παραστάδες της θύρας και αφετέρου από δύο κίονες με περίτεχνα κιονόκρανα. Τα κιονόκρανα αυτά, όπως και τα επίκρανα των παραστάδων, είναι τελείως ιδιότυπα, εκφράζοντας μια αίσθηση «ρωμαϊκού μπαρόκ» με τον υπερβολικό πλούτο της διακόσμησής τους. Τα κιονόκρανα επιστέφονται με εξαγωνικούς άβακες και στο κατώτερο μέρος τους έχουν την τυπική διακόσμηση του κορινθιακού ρυθμού, δηλαδή περιβάλλονται από φύλλα άκανθας. Όμως στο ανώτερο μέρος τους ξεπροβάλλουν φανταστικές φτερωτές μορφές λεόντων και ταύρων μέσα από μια οργιαστική σύνθεση φυτικών μοτίβων.
Η ίδια διακοσμητική διάθεση χαρακτηρίζει και τον θριγκό του κτίσματος, όπου συμφύρονται αδιακρίτως ιωνικά και δωρικά στοιχεία. Το επιστύλιο είναι ιωνικού ρυθμού, με τις τρεις χαρακτηριστικές οριζόντιες ταινίες πάνω στις οποίες είναι χαραγμένη και η αφιερωματική επιγραφή του Claudius Appius Pulcher. Η ζωφόρος, αντίθετα, είναι δωρικού ρυθμού, με τρίγλυφα και μετόπες που φέρουν ανάγλυφους ρόδακες, δέσμες από στάχυα, βουκράνια και κίστες. Η διακοσμητική διάθεση φτάνει σε υπερβολές και παρανοήσεις, καλύπτοντας με ανάγλυφες παραστάσεις όχι μόνο τις μετόπες, αλλά και τις τριγλύφους, πράγμα αδιανόητο στην κλασική ελληνική τέχνη, που το αρχιτεκτονικό αυτό στοιχείο μένει ακάλυπτο για να τονίζεται ο δομικός του ρόλος.
Το εσωτερικό προστώο των Μικρών Προπυλαίων είχε τελείως διαφορετική διαμόρφωση. Στεγαζόταν με μια επίπεδη φατνωματική στέγη, που τη στήριζαν δύο κολοσσικές «Καρυάτιδες», όπως επικράτησε να αποκαλούνται στην αρχιτεκτονική ιδιόλεκτο οι γυναικείες μορφές που στηρίζουν στέγες και οροφές, ενώ οι αντίστοιχες ανδρικές ονομάζονται «Τελαμώνες».
Εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης, δίπλα από κάθε Καρυάτιδα, πάνω στον εγκάρσιο θυραίο τοίχο, υπήρχαν αρχικά δύο κρήνες που το νερό τους έτρεχε σε αβαθείς ορθογώνιες λεκάνες, λαξευμένες στο δάπεδο. Αργότερα οι κρήνες καταργήθηκαν και στη θέση τους διανοίχθηκαν δύο πλευρικές θύρες, στενότερες από την κεντρική. Η μετατροπή αυτή πρέπει να έγινε μάλλον τον 2ο αι. μ.Χ., την εποχή που κατασκευάστηκαν τα Μεγάλα Προπύλαια, οπότε τα ανοίγματα αυξήθηκαν σε μια προσπάθεια αντιστοίχισης με τις πέντε πύλες του αντωνίνειου κτιρίου.
Οι ορθογώνιες βάσεις που στήριζαν τις Καρυάτιδες σώζονται κατά χώραν πάνω στο δάπεδο του εσωτερικού προστώου. Από τα ίδια τα αγάλματα μας είναι γνωστή η μορφή που είχε το ανώτερο τμήμα τους, καθώς δεν σώθηκαν κομμάτια από τον κατώτερο κορμό τους. Η μία από τις Καρυάτιδες δεν είχε θαφτεί εντελώς κάτω από τις επιχώσεις και παρέμενε ορατή την εποχή της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα, όπως αναφέρουν σχετικές μαρτυρίες (βλ. π.χ. «Παραδόσεις» του Ν. Πολίτη), το άγαλμα αποτελούσε αντικείμενο σεβασμού και εκδηλώσεων λατρείας από τους κατοίκους του μικρού χωριού που είχε αναπτυχθεί εκείνη τη σκοτεινή εποχή πάνω στα ερείπια του λαμπρού παρελθόντος. Δυστυχώς, ένας Άγγλος περιηγητής, ο Edward D. Clarke, στις αρχές του 19ου αι., κατά την προσφιλή συνήθεια των Ευρωπαίων εκείνης της εποχής, συναποκόμισε το άγαλμα στην πατρίδα του και έτσι η Ελευσίνια κόρη εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Fitzwilliam του Καίμπριτζ.
Στα δεξιά των Μικρών Προπυλαίων υψώνεται ο βράχος της ακροπόλεως, που σ’ αυτό το σημείο του σχηματίζει ένα σπήλαιο, το οποίο ενδεχομένως αποτέλεσε και τον πυρήνα της αρχέγονης λατρείας. Στη θέση του σπηλαίου πίστευαν ότι υπήρχε ένα σημείο επικοινωνίας του Πάνω Κόσμου με τον Κάτω, και ότι μέσω αυτής της διόδου επέστρεψε η Περσεφόνη από τον Άδη.
Στο σπήλαιο χτίστηκε ήδη στην αρχαϊκή εποχή (6ος αι. π.Χ.) ένας ναΐσκος αφιερωμένος στον Πλούτωνα. Το αρχαϊκό αυτό κτίσμα το διαδέχτηκε ένας μεταγενέστερος ναός, του 4ου αι. π.Χ., μικρών διαστάσεων και αυτός, λόγω των περιορισμών που επιβάλλει η διαμόρφωση του βράχου. Σήμερα είναι ορατά τα πώρινα θεμέλια του νεότερου ναού που είχε απλούστατη κάτοψη, αποτελούμενη από έναν ορθογώνιο σηκό με προεξέχουσες παραστάδες (ναός εν παραστάσει). Την ίδια εποχή διαμορφώθηκε γύρω από το ναΐσκο ένα άνδηρο, που το συγκρατούσε ένας αναλημματικός τοίχος, χτισμένος με ισοδομικό σύστημα τοιχοποιίας από πωρολιθικές λιθοπλίνθους. Πάνω στο ανάλημμα οικοδομήθηκε περίβολος με την ίδια τοιχοποιία, που χώριζε το τέμενος του Πλούτωνα από το υπόλοιπο Ιερό. Εξάλλου, η ετυμολογία της λέξεως τέμενος προέρχεται από το ρήμα τέμνω και σημαίνει ακριβώς την αποκοπή ενός κομματιού γης και την αφιέρωση του σε μια θεότητα. Η είσοδος στο τέμενος του Πλούτωνα γινόταν από ένα μικρό πρόπυλο, στη νότια άκρη του περιβόλου του, που σήμερα διακρίνεται στα δεξιά των Μικρών Προπυλαίων.
Μόλις περάσει τα Μικρά Προπύλαια ο επισκέπτης αρχίζει να ανηφορίζει την πομπική οδό που συνέδεε τα Προπύλαια με το Τελεστήριο. Η οδός αυτή στη ρωμαϊκή εποχή στρώθηκε με μαρμάρινες πλάκες, από τις οποίες ελάχιστες σώζονται σήμερα. Διατηρείται όμως το υπόστρωμα τους, από ασβεστοκονίαμα και λίθους, συντηρημένο και συμπληρωμένο από τους ανασκαφείς του χώρου.
Ακολουθώντας την πομπική οδό, ο επισκέπτης βλέπει στα δεξιά του, αμέσως ύστερα από το Πλουτώνειο, μια βαθμιδωτή εξέδρα, λαξευμένη στον απότομο βράχο. Στην κορυφή του βρίσκεται το μεταβυζαντινό εκκλησάκι της Παναγίας, που αποτελεί και αυτό ένα σύγχρονο ορόσημο του χώρου. Η απολάξευση του βράχου για τη διαμόρφωση των βαθμίδων της εξέδρας χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., λόγω της προσοχής και της ακρίβειας που χαρακτηρίζει την εργασία. Από την εξέδρα αυτή, ομάδες πιστών ενδεχομένως παρακολουθούσαν κάποια από τα «δρώμενα», που αποτελούσαν μέρος του εορτασμού. Μάλιστα, ακριβώς μπροστά στην εξέδρα, πάνω στο κατάστρωμα της πομπικής οδού, διακρίνεται μια χαμηλή προεξοχή του εδάφους, που κατά παράδοξο τρόπο δεν εξομαλύνθηκε για τη διέλευση της οδού, αλλά προβάλλει πάνω στην πορεία του επισκέπτη, προκαλώντας την εύλογη απορία του.
Μια πιθανή ερμηνεία αυτής της ανορθόδοξης πρακτικής είναι ότι αυτό το χαμηλό έξαρμα παρέμεινε αλάξευτο επειδή αποτελούσε κάποιο από τα ιερά σημάδια του χώρου, πιθανότατα την «αγέλαστο πέτρα» του μύθου, που πάνω της κάθισε η θεά πενθώντας το χαμό της κόρης της. Οι θεατές από την εξέδρα ίσως παρακολουθούσαν την ιέρεια της Δήμητρας να υποδύεται τη θλιμμένη θεά.
Στα ΝΔ της εξέδρας, στα δεξιά πάντα της πομπικής οδού, χτίστηκε στη ρωμαϊκή περίοδο ένας ναός «εν παραστάσει», με τέσσερις δωρικούς κίονες στην πρόσοψη. Από το ίδιο το κτίσμα, που πρέπει μάλιστα να ενταχθεί στην οικοδομική δραστηριότητα της εποχής των Αντωνίνων, ελάχιστα λείψανα σώζονται κατά χώραν. Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της τέχνης, διότι η πλαστική σύνθεση που διακοσμούσε το αέτωμα της πρόσοψης του ναού αποτελούσε αντίγραφο σε σμίκρυνση, και σε αναλογία περίπου ένα προς τρία (1:3), των γλυπτών του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα. Επομένως, για γλυπτά που έχουν οριστικά απολεσθεί λόγω των καταστροφών που υπέστη ο ναός της Παλλάδος, μας δίνεται η δυνατότητα να σχηματίσουμε μια γενική εικόνα από τα ελευσίνια αντίγραφα τους.
Ως γνωστόν, στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα εικονιζόταν η διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κυριαρχία της Αττικής. Στην εκδοχή του των ρωμαϊκών χρόνων, το θέμα προσαρμόστηκε στο χώρο του ελευσινιακού Ιερού αποδίδοντας την παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης. Σώζονται θραύσματα από δεκατέσσερις μορφές της σύνθεσης, μερικά από τα οποία έχουν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, ενώ τα υπόλοιπα φυλάσσονται στο Μουσείο Ελευσίνας.
Από τις κεντρικές μορφές της σύνθεσης, δηλαδή από τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, δεν διατηρείται κάποιο θραύσμα. Σώζονται όμως ικανοποιητικά τμήματα από δύο νεαρές θεές, την Αθηνά και την Αρτέμιδα, που συντρόφευαν την Κόρη στα παιχνίδια της στον ανθισμένο λειμώνα. Οι δύο νέες φεύγουν ξαφνιασμένες μπροστά στο θέαμα της βίαιης αρπαγής. Η Αθηνά, φορώντας κράνος και αιγίδα, προς τ' αριστερά, και η Άρτεμις, ζωσμένη τη φαρέτρα της, προς τα δεξιά. Τη σκηνή παρακολουθούν ήρωες και ηρωίδες της Ελευσίνας και της Αττικής γενικότερα. Ανάμεσα τους, εύκολα ταυτίζονται οι μορφές του Κέκροπα και της κόρης του Έρσης, καθώς ανακαλούν αμέσως το αντίστοιχο παρθενώνειο σύμπλεγμα. Οι πλησιέστερες στο κέντρο της σύνθεσης μορφές εικονίζονται καθισμένες, ενώ οι ακρινές μισοξαπλωμένες στο έδαφος, ώστε να πληρωθούν οι οξείες γωνίες του αετώματος.
Ο ρωμαϊκός ναός απ’ όπου προέρχονται τα γλυπτά αποκαλείται συμβατικά «Ναός Ε» και πιθανότατα ήταν αφιερωμένος σε κάποια αυτοκράτειρα, ως ένδειξη κολακείας στους κυρίαρχους της εποχής.
Ο επισκέπτης, έχοντας πια διατρέξει όλο το μήκος της πομπικής οδού, εισέρχεται στο Τελεστήριο, όπου απέληγε η οδός.
Το Τελεστήριο ήταν το σημαντικότερο κτίριο του Ιερού, ο ναός ο αφιερωμένος στη Δήμητρα, ο χώρος τελέσεως των Μυστηρίων. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που είναι σήμερα ορατά ανήκουν κυρίως στο σχεδιασμό του ναού των κλασικών χρόνων. Πρόκειται για μια υπόστυλη αίθουσα, σχεδόν τετράγωνη, πλευράς 51,50 μ. περίπου. Είχε δύο εισόδους σε κάθε πλευρά της, εκτός από τη δυτική, όπου το τοίχωμα του κτιρίου το αποτελούσε ο λαξευμένος βράχος. Εσωτερικά, κατά μήκος των τεσσάρων πλευρών της αίθουσας είχαν διαμορφωθεί οκτώ σειρές εδωλίων, απ’ όπου οι μύστες παρακολουθούσαν τις τελετές. Τη στέγη αυτού του τεραστίων διαστάσεων σηκού τη στήριζαν σαράντα δύο κίονες, διατεταγμένοι σε έξι σειρές των επτά. Πάνω στους ισχυρότατους κίονες, που εδράζονταν στο έδαφος, στηριζόταν μια δεύτερη σειρά από ισάριθμους ελαφρότερους κίονες, που έφταναν μέχρι το ύψος της οροφής και την υποβάσταζαν. Στο κέντρο της στέγης υπήρχε ένα είδος υπερυψωμένου φεγγίτη, το «οπαίον», απ’ όπου έμπαινε το φως στο εσωτερικό του ναού. Στο μέσον περίπου της αίθουσας ήταν χτισμένος ένας ορθογώνιος θάλαμος μικρών διαστάσεων, που ονομαζόταν «Ανάκτορον» και είχε μια λειτουργία παρόμοια μ’ αυτή που έχει ο χώρος του Ιερού Βήματος, τα «Άγια των Αγίων» (Sacra sacrorum) στις χριστιανικές εκκλησίες. Δηλαδή, μέσα στο Ανάκτορο φυλάσσονταν τα μυστικά αντικείμενα της λατρείας και η είσοδος σ’ αυτό ήταν επιτρεπτή μόνο στον Ιεροφάντη, που τη νύχτα των Μυστηρίων έπαιρνε από εκεί και φανέρωνε στους μύστες, «έφαινε» τα Ιερά. Μάλιστα δίπλα στη ΒΑ γωνία του Ανακτόρου υπήρχε ο θρόνος του ανώτατου αυτού ιερέα. Μία πλάκα από την παρειά της ναϊσκόμορφης κατασκευής που πλαισίωνε το θρόνο, βρέθηκε στις ανασκαφές του Ιερού και εκτίθεται στο Μουσείο. Πάνω της είναι χαραγμένη επιγραφή, με χαρακτήρες ρωμαϊκών χρόνων: ΙΕΡΟΦΑΝΤ...
Ο Πλούταρχος στο Βίο του Περικλέους αναφέρει ότι αρχιτέκτων του κλασικού Τελεστηρίου ήταν ο Κόροιβος, που θεμελίωσε την πρώτη σειρά των κιόνων. Τον διαδέχτηκε ο Μεταγένης από το δήμο της Ξυπετής, που κατασκεύασε το «διάζωμα» και την ανώτερη σειρά των κιόνων. Το έργο το περάτωσε ο Ξενοκλής ο Χολαργεύς, τοποθετώντας στη στέγη το «οπαίον».
Αντίθετα, ο Στράβων και ο Βιτρούβιος αναφέρουν ότι τα σχέδια του Τελεστηρίου τα εξεπόνησε ο Ικτίνος, ένας από τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα. Πράγματι, οι ανασκαφές έφεραν σε φως θεμελιώσεις κιόνων επιμελημένης κατασκευής, από πώρινους κυβόλιθους. Συνάγεται λοιπόν ότι ο Περικλής εμπιστεύτηκε στον δοκιμασμένο από τον Παρθενώνα συνεργάτη του την κατασκευή του νέου λαμπρού Τελεστηρίου. Ο Ικτίνος συνέλαβε ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο τη στέγη της τεράστιας υπόστυλης αίθουσας θα τη στήριζαν μόνο είκοσι κίονες, δατεταγμένοι σε τέσσερις σειρές με πέντε κίονες η καθεμιά. Προφανώς τα τεχνικά μέσα της εποχής δεν επέτρεψαν να υλοποιηθεί το τολμηρό αυτό σχέδιο, που εγκαταλείφθηκε στο αρχικό στάδιο των εργασιών. Η μελέτη ανατέθηκε στη συνέχεια στον Κόροιβο, που διατήρησε την τετράγωνη κάτοψη του σχεδίου του Ικτίνου, αλλά στήριξε τη στέγη με πυκνότερη διάταξη των κιόνων.
Τον 4ο αι. π.Χ. οι Αθηναίοι Θεώρησαν απαραίτητο να λαμπρύνουν την ανατολική πρόσοψη του Τελεστηρίου με την προσθήκη μιας στοάς. Ο Βιτρούβιος αναφέρει ότι το σχεδιασμό αυτής της προστάσεως τον ανέλαβε ο Ελευσίνιος αρχιτέκτονας Φίλων, που μας είναι γνωστός και από την κατασκευή της Σκευοθήκης στον Πειραιά. Η «Φιλώνειος Στοά» θεμελιώθηκε πάνω σε ισχυρότατο στερεοβάτη, το δάπεδό της στρώθηκε με πλάκες από ελευσινιακό ασβεστόλιθο ενώ οι δώδεκα δωρικοί κίονες της πρόσοψης και οι δύο των στενών πλευρών, καθώς και ολόκληρη η ανωδομή, κατασκευάστηκαν από πεντελικό μάρμαρο. Μία επιγραφή του τέλους του 4ου αι. π.Χ., που εκτίθεται στο Μουσείο Ελευσίνας, αναφέρεται στην ανάθεση της κατασκευής ορειχάλκινων «πόλων» και «εμπολίων», που θα συνέδεαν τους σπονδύλους των κιόνων της στοάς. Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα επιγραφικά παραδείγματα, καθορισμού αυστηρών προδιαγραφών προς τον εργολήπτη, που αφορούν τη σύνθεση του κρατερώματος, δηλαδή του κράματος από χαλκό και κασσίτερο, καθώς και κατασκευαστικές λεπτομέρειες για την ακριβή συναρμογή των συνδέσμων. Η επιβολή των προδιαγραφών αυτών μαρτυρεί το υψηλό επίπεδο τεχνικών γνώσεων μιας εποχής, τα επιτεύγματα της οποίας στις σφαίρες του πνεύματος και της τέχνης επισκιάζουν ενίοτε άλλους σημαντικούς τομείς προόδου, όπως της τεχνικής.
Τον 4ο αι. π.Χ. φαίνεται ότι σχεδιάστηκε η επέκταση του Τελεστηρίου. Το σχέδιο όμως εγκαταλείφθηκε στο επίπεδο της θεμελίωσης. Την απόπειρα επεκτάσεως τη μαρτυρούν ισχυροί τοίχοι θεμελίωσης που προεξέχουν από τη ΝΑ και ΒΑ γωνία του ναού του 5ου αι. π.Χ.
Το Τελεστήριο διατηρήθηκε στην κλασικής εποχής διαμόρφωσή του μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Όμως το 170 μ.Χ. το βαρβαρικό φύλο των Κοστοβόκων εισέβαλε στην Αττική, κατέλαβε την Ελευσίνα και εδήωσε το Ιερό. Οι σημαντικές φθορές που προκλήθηκαν τότε στο Τελεστήριο επισκευάστηκαν σύντομα. Με την ευκαιρία αυτής της επισκευής και ανακαίνισης, που ορισμένοι υποστηρίζουν ότι έφτασε μέχρι τα όρια της πλήρους ανακατασκευής, προεκτάθηκε ο ναός προς τα δυτικά κατά δύο περίπου μέτρα, με απολάξευση του βράχου. Προφανώς για την ανακατασκευή του Τελεστηρίου και για την αποκατάσταση της αρχικής του λαμπρότητας φρόντισε ο τότε αυτοκράτορας της Ρώμης, ο Μάρκος Αυρήλιος, που είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αθήνα και συνδύαζε διοικητικές ικανότητες και πνευματικές αναζητήσεις. Για την εύνοια που επέδειξε προς το Ιερό τιμήθηκε από τους Ελευσίνιους με εξαιρετικές τιμές που έφτασαν ως το σημείο να του επιτρέψουν την είσοδο στο άδυτο του Ανακτόρου: Sacrarium solus ingressus est.
Η ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε κάτω από το επίπεδο του δαπέδου του κλασικού Τελεστηρίου έφερε στο φως αρχαιότερα οικοδομικά λείψανα που ανήκουν σε αλλεπάλληλα προγενέστερα κτίρια με τον ίδιο λατρευτικό προορισμό. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα κτίσματα όλων των αρχαιότερων περιόδων οικοδομούνται στη θέση πάνω στην οποία τον 5ο αι. π.Χ. ανιδρύθηκε το Ανάκτορο του κλασικού Τελεστηρίου. Η εμμονή αυτή πρέπει προφανώς να αποδοθεί στην παράδοση ότι εκείνο ακριβώς ήταν το σημείο που υποδείχτηκε από τη θεά: «καλλιχόρου καθύπερθεν επί προύχοντι κολωνώ». Η ανάμνηση της ιερότητας του χώρου διατηρήθηκε μέσα από τους αιώνες ως την εποχή της κατάργησης της λατρείας στην ύστερη αρχαιότητα.
Τα αρχαιότερα οικοδομικά λείψανα που αποκαλύφθηκαν κάτω από το δάπεδο του κλασικού Τελεστηρίου, ανήκουν σε ένα ορθογώνιο μεγαρόσχημο οικοδόμημα με περίβολο, που χρονολογείται στη μυκηναϊκή εποχή. Οι ανασκαφείς θεώρησαν ότι πρόκειται για τον πρώτο ναό της θεάς, μολονότι τα ευρήματα δεν στήριζαν επαρκώς μια τέτοια άποψη: Η ταύτιση του «Μεγάρου Β» με ναό της Δήμητρας συνεπάγεται φυσικά την αποδοχή ότι η εγκαθίδρυση της λατρείας, με τοπικό και περιορισμένο βέβαια χαρακτήρα, συντελέστηκε ήδη στην υστεροελλαδική περίοδο. Για την άποψη όμως αυτή έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες και αντιρρήσεις από άλλους ερευνητές.
Στη γεωμετρική περίοδο, και ειδικότερα στον 8ο αι. π.Χ., μαρτυρείται, από γραπτές πλέον πηγές, η ύπαρξη λατρείας της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση, το 750 π.Χ. θεσπίζεται από το Μαντείο των Δελφών η αποστολή «απαρχών», δηλαδή προσφορών σε σιτηρά, από όλες τις ελληνικές πόλεις στη θεά της Ελευσίνας προκειμένου να παύσουν ο λιμός και ο λοιμός που είχαν ενσκήψει τότε στην Ελλάδα.
Σ’ αυτή ακριβώς την περίοδο, στον 8ο αι. π.Χ., χρονολογείται τμήμα ενός καμπύλου τοίχου που ανήκε σε βωμό ή αψιδωτό ναό της εποχής και αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές κάτω από το δάπεδο του Τελεστρίου.
Στην πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., στην ίδια θέση χτίστηκε ένας ορθογώνιος σηκός, με λεσβιοπολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας. Πρόκειται για το λεγόμενο «Σολώνειο Τελεστήριο», η ακριβής κάτοψη του οποίου δεν είναι σαφής.
Η επέκταση της φήμης του Ιερού και η προσέλευση ενός συνεχώς αυξανόμενου πλήθους πιστών επέβαλαν, κατά το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ., την ανέγερση νέου Τελεστηρίου, που αποκλήθηκε από τους ανασκαφείς «πεισιστράτειο». Ο σηκός είχε τετράγωνη κάτοψη και την οροφή του τη στήριζαν είκοσι κίονες, διατεταγμένοι σε πέντε σειρές των πέντε. Διέθετε τρεις εισόδους στην ανατολική του πλευρά και μπροστά τους υπήρχε μια δωρική δεκάστυλη πρόσταση. Τμήμα της ανωδομής, που ήταν κυρίως πώρινη, με τα ανώτερα μόνο μέρη από παριανό μάρμαρο, έχει αποκατασταθεί και εκτίθεται στο Μουσείο. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το μαρμάρινο κεφάλι κριού που διακοσμούσε τη γωνία της σίμης, εν είδει υδρορρόης. Όμως δεν εξυπηρετούσε μια τέτοια λειτουργική χρήση, αφού είναι συμπαγές, χωρίς την απαραίτητη για την απομάκρυνση των υδάτων διαμπερή οπή. Το κεφάλι του ζώου, με το σγουρό μαλλί και τα ελικοειδή κέρατα, εκφράζει όλη τη δροσιά και την όρεξη για τη ζωή της αρχαϊκής τέχνης. Στην κριοκεφαλή, στη σίμη του ναού και κυρίως στα μαρμάρινα ανθεμωτά του ακροκέραμα διατηρούνται ίχνη των αρχαίων χρωμάτων.
Είναι προφανές ότι αποδόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στη διακόσμηση του υστεροαρχαϊκού ναού, ίσως επειδή ο Πεισίστρατος, που κατείχε την εξουσία εκείνη την περίοδο, διείδε τη σημασία που είχε για το γόητρο των Αθηνών η πανελλήνια αίγλη της ελευσινιακής λατρείας.
Στην ανατολική, τη βόρεια και τη νότια πλευρά του Τελεστηρίου εκτεινόταν σε όλες τις περιόδους της αρχαιότητας η ιερή αυλή όπου συγκεντρώνονταν οι πιστοί, ελάμβαναν χώρα διάφορες τελετές και ήταν ανιδρυμένοι βωμοί και αναθήματα. Αντίθετα, στα δυτικά του Τελεστηρίου υψωνόταν απότομα ο βράχος του λόφου. Όμως, στη ρωμαϊκή εποχή λαξεύτηκαν στο βράχο δύο βαθμιδωτές προσβάσεις προς τα δυτικά: η βόρεια ήταν απλώς μια στενή κλίμακα ανόδου, αλλά η νότια, κατά πολύ ευρύτερη, προσέλαβε μια σχεδόν θεατρική διαμόρφωση και ίσως από εκεί οι πιστοί παρακολουθούσαν ένα τελετουργικό θέαμα. Από τις λαξευμένες βαθμιδωτές προσβάσεις ανεβαίνει ο επισκέπτης σε μια επιμήκη πλατεία που διαμορφώθηκε, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, με ισοπέδωση του βράχου, κατά μήκος της δυτικής πλευράς του Τελεστηρίου. Στη βόρεια άκρη της πλατείας, μπροστά και εν μέρει κάτω από το μεταβυζαντινό εκκλησάκι των Εισοδίων της Θεοτόκου, σώζονται τα θεμέλια ενός ρωμαϊκού ναού, που υποθέτουν ότι ήταν και αυτός, όπως και ο «Ναός Ρ», αφιερωμένος σε κάποια Ρωμαία αυτοκράτειρα, ίσως στη σύζυγο του Αντωνίνου Πίου, τη Φαυστίνα, η οποία, σύμφωνα με μια επιγραφική μαρτυρία που προέρχεται από τη γειτονική πόλη των Μεγάρων, θεοποιήθηκε ως «νέα Δήμητρα». Η ίδια τιμή είχε αποδοθεί προηγουμένως και στη σύζυγο του Αδριανού, τη Σαβίνα, στην οποία είναι ίσως αφιερωμένος ο δεύτερος από τους αταύτιστους ρωμαϊκούς ναούς του Ιερού.
Τη δυτική παρυφή της επιμήκους πλατείας τη διατρέχει, ακριβώς πάνω στο φρύδι του λόφου, ένα τείχος χτισμένο κατά το ισοδομικό σύστημα τοιχοδομίας από τεφρούς ασβεστόλιθους. Πρόκειται για το λεγόμενο «διατείχισμα», που διαχώριζε το Ιερό από την ακρόπολη και τον κοσμικό χώρο από την περιοχή των Μυστηρίων.
Στη νότια αυλή του Τελεστηρίου, κατά μήκος του «Λυκούργειου» λεγόμενου περιβόλου, στα αριστερά, δηλαδή ανατολικά του Νότιου Πυλώνα, χτίστηκε τον 4ο αι. π.Χ. το Βουλευτήριο, όπου μάλλον συνεδρίαζε η Ιερά Γερουσία. Το κτίριο αυτό αντικαταστάθηκε με νέο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε, για λόγους αντιστοιχίας, οιδοκομήθηκε και μια επιμήκης στοά, στα δυτικά του Νότιου Πυλώνα.
Περνώντας μέσα από τον Νότιο Πυλώνα που ανοίγεται στον «Λυκούργειο» περίβολο, ο επισκέπτης εξέρχεται από το τέμενος της Δήμητρος. Όμως, και στο χώρο που βρίσκεται νότια του εξωτερικού περιβόλου του Ιερού χτίστηκαν σε διάφορες περιόδους κατασκευές που συνδέονταν με λατρευτικούς σκοπούς. Η σημαντικότερη είναι η λεγόμενη «Ιερά Οικία», που βρίσκεται ακριβώς ΝΑ του Νότιου Πυλώνα. Ένας περίβολος, χτισμένος με εντυπωσιακή πολυγωνική τοιχοδομία του 6ου αι. π.Χ., περιβάλλει τα ερείπια μιας αρχαιότερης οικίας, των γεωμετρικών χρόνων (8ου αι. π.Χ.). Κατά την ανασκαφή της γεωμετρικής οικίας εντοπίστηκαν ενδείξεις ασκήσεως λατρείας και τελετουργιών, π.χ. στρώματα στάχτης και μεγάλος αριθμός θραυσμένων αγγείων. Τον 6ο αι. π.Χ. χτίστηκε μέσα στον περίβολο, πάνω στα γεωμετρικά λείψανα, ένας μικρός ορθογώνιος ναΐσκος.
Διάφορες υποθέσεις έχουν διατυπωθεί για τους λόγους ιερότητας του χώρου. Ενδεχομένως πρόκειται για περίπτωση αποδόσεως σεβασμού και λατρείας σε κάποιον, ήρωα-πρόγονο που κατοικούσε εκεί. Υποστηρίχτηκε μάλιστα ότι ένας τάφος που ερευνήθηκε στα 1932, ανατολικά της οικίας, ανήκε ακριβώς στον λατρευόμενο πρόγονο. Κατά μία συμπληρωματική υπόθεση, η οικία χρησίμευσε για τη στέγαση του γένους των Ευμολπιδών, όταν αυτό μετοίκησε από το Μυκηναϊκό Μέγαρο Β.
Σε επαφή με τον πολυγωνικό περίβολο της Ιεράς Οικίας, στο νότιο άκρο του ανατολικού σκέλους του, χτίστηκε στη ρωμαϊκή περίοδο ένα ορθογώνιο δωμάτιο με μαρμάρινο πρόπυλο μπροστά στην είσοδό του, που ερμηνεύτηκε από τους ανασκαφείς ως ναός του ανατολικής προελεύσεως θεού Μίθρα.
Λίγο πιο ανατολικά είναι ορατά τα θεμέλια ενός μεγάλου ορθογώνιου οικοδομήματος, με περίστυλη αυλή στο κέντρο και πρόπυλο στη βόρεια πλευρά, που άλλοτε ερμηνεύεται ως Γυμνάσιο και άλλοτε ως Αγορά. Ο τρόπος κατασκευής του το τοποθετεί στη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ το γεγονός ότι στην αυλή του βρέθηκε άγαλμα του αυτοκράτορα Τιβέριου οδήγησε σε ακριβέστερη χρονολόγηση του, στον 1ο αι. μ.Χ.
Από το σημείο που βρίσκεται πλέον ο επισκέπτης, έχει τη δυνατότητα να παρατηρήσει απ’ έξω το τείχος που περιέβαλλε το Ιερό, το οποίο αφενός είχε αμυντικό χαρακτήρα και αφετέρου εξασφάλιζε τη μυστικότητα των τελετών που ελάμβαναν χώρα εντός του περιβόλου. Ξεκινώντας την περιήγηση από τα νότια, αντικρίζει αρχικά το ίδιο θέαμα με τον αρχαίο προσκυνητή που προσερχόταν στο Ιερό από το λιμάνι και την πλευρά της θάλασσας. Το νότιο σκέλος του περιβόλου σώζεται σχεδόν στο αρχικό του ύψος και είναι ένα από τα πιο αξιοθέατα έργα οχυρωματικής τέχνης. Το τμήμα αυτό ανήκει σε μια επέκταση του Ιερού προς τα νότια που έγινε στον 4ο αι. π.Χ. και επικράτησε να αποκαλείται «Λυκούργειος» περίβολος, επειδή αρχικά το έργο αποδόθηκε στον Λυκούργο, τον ρήτορα αυτής της περιόδου, που διαχειρίστηκε συνετά τα οικονομικά της πόλεως των Αθηνών. Η νεότερη όμως έρευνα χρονολόγησε την επέκταση του περιβόλου λίγο παλαιότερα από την περίοδο δράσης του Λυκούργου, δηλαδή στη δεκαετία 370-360 π.Χ.
Το τείχος είναι χτισμένο κατά το ισοδομικό σύστημα, με αξιοθαύμαστη ακρίβεια στη συναρμογή των λίθων. Οι κατώτεροι δόμοι του απαρτίζονται από τεφροκύανους ελευσινιακούς ασβεστόλιθους που έχουν πρόσοψη δουλεμένη με πυκνά κάθετα χτυπήματα του βελονιού, κατεργασία που δίνει ένα ευχάριστο οπτικό αποτέλεσμα με τα παιχνίδια της φωτοσκίασης που δημιουργεί. Οι ανώτεροι δόμοι αποτελούνται από κιτρινέρυθρους πωρόλιθους με επίπεδη όψη. Η σκόπιμη διχρωμία των πετρωμάτων καθώς και η διαφοροποίηση στην κατεργασία των επιφανειών ενισχύει με ένα ακόμη παράδειγμα τη διαπίστωση ότι οι Έλληνες στην κλασική αρχαιότητα φρόντιζαν όχι μόνο για τη λειτουργικότητα αλλά και για την αισθητική και των πλέον πρακτικών έργων τους, όπως ήταν οι οχυρώσεις. Ο περίβολος του 4ου αι. π.Χ. έχει έναν τετράγωνο πύργο δίπλα στον νότιο πυλώνα για ενίσχυση της προστασίας της εισόδου. Στη ΝΑ γωνία του περιβόλου διαμορφώνεται ένας στρογγυλός πύργος, σχήμα καταλληλότερο γι’ αυτή τη συγκεκριμένη θέση.
Στη συνέχεια ο επισκέπτης θα στραφεί προς τα βόρεια, ακολουθώντας το πρόσφατα διαμορφωμένο μονοπάτι, που κατευθύνει την πορεία του προς την έξοδο. Βαδίζοντας έτσι κατά μήκος του ανατολικού σκέλους του περιβόλου του Ιερού, έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τις διαφοροποιήσεις στην τοιχοδομία των αλληλοδιάδοχων χρονικά οικοδομικών του φάσεων. Είναι ευνόητο ότι με τη συνεχή εξάπλωση της φήμης των Μυστηρίων και τη διάδοση της λατρείας σε διαρκώς αυξανόμενα πλήθη πιστών, παρουσιαζόταν συν τω χρόνω η ανάγκη επέκτασης του χώρου του Ιερού και του τείχους που το περιέβαλλε. Τα μνημεία τεκμηριώνουν μια σχεδόν συνεχή οικοδομική δραστηριότητα που αφορούσε την ενίσχυση και την επέκταση των τειχών, από τις πρωιμότερες φάσεις της ιστορίας του Ιερού ώς και την ύστερη αρχαιότητα.
Όπως είναι εύλογο, τα πλησιέστερα προς τον πυρήνα του Ιερού τείχη ανήκουν στις αρχαιότερες φάσεις. Π.χ. ο Πεισιστράτειος περίβολος που είναι ορατός σήμερα στο εσωτερικό του Ιερού, κυρίως στο τμήμα του που σώζεται στ’ αριστερά (ανατολικά) της πομπικής οδού, η οποία συνδέει τα Προπύλαια με το Τελεστήριο. Ο περίβολος αυτός του 6ου αι. π.Χ. απαρτιζόταν από ένα κατώτερο τμήμα, το «λιθολόγημα», κατασκευασμένο από ελευσινιακούς λίθους κατά το πολυγωνικό σύστημα, και από την ανωδομή του, χτισμένη με ωμές πλίθρες, «γάινες πλίνθους». Η πλίνθινη αυτή ανωδομή, κατά ευτυχή και σπάνια συγκυρία, διατηρήθηκε σε αρκετά τμήματα του αρχαϊκού περιβόλου και των πύργων του, και σήμερα καλύπεται από στέγαστρα, ώστε να προστατεύεται από τις φθορές που προκαλούν τα καιρικά φαινόμενα.
Ο κλασικός περίβολος του 5ου αι. π.Χ., ο λεγόμενος «Περίκλειος», ήταν ισοδομικός, αποτελούμενος στο κατώτερο τμήμα του από ελευσινιακούς ασβεστόλιθους αδρά μόνο δουλεμένους στην εξωτερική τους επιφάνεια και στο ανώτερο τμήμα της ανωδομής από πωροπλίνθους με τέλεια κατεργασμένη επίπεδη όψη, που είχαν στενή περιταίνια στις ακμές. Η συνολική εντύπωση αποπνέει μια αίσθηση δύναμης και στερεότητας, αλλά συγχρόνως και λιθοξοϊκής μαστοριάς. Δυστυχώς, ο κλασικός περίβολος είναι σήμερα ορατός σε λίγα μόνο σημεία του γιατί ολόκληρο το νότιο σκέλος του κατεδαφίστηκε κατά την επέκταση του 4ου αι. π.Χ. Επιπλέον, κατά μήκος του μεγαλύτερου μέρους της ανατολικής πλευράς του χτίστηκαν στη ρωμαϊκή εποχή συγκροτήματα κρηνών και δεξαμενών. Διακρίνεται όμως καλά, κυρίως από το εσωτερικό του Ιερού, ο νοτιοανατολικός γωνιαίος στρογγυλός πύργος του «Περικλείου» περιβόλου, που διατηρείται σε ύψος πολλών δόμων.
Με τον περίπατο κατά μήκος της εξωτερικής πλευράς των τειχών, ο επισκέπτης καταλήγει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, δηλαδή στην πλακόστρωτη ρωμαϊκή αυλή, «πλούσιος μ' όσα κέρδισε στον δρόμο».
Μια επίσκεψη στο Μουσείο θα τον διαφωτίσει ακόμη περισσότερο. Εκεί εκτίθενται δύο γύψινα προπλάσματα του Ιερού, έργα του Ιω. Τραυλού. Το ένα αναπαριστά το Ιερό κατά την αρχαϊκή περίοδο (6ος αι. π.Χ.) και το δεύτερο κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους (2ος αι. μ.Χ.). Με την παρατήρηση και τη μελέτη τους παρέχεται η ευκαιρία πληρέστερης κατανόησης των μνημείων αλλά και ενός νοερού ταξιδιού στη λαμπρότητα του αρχαίου Ιερού.